Η θεραπεία της υπερπλασίας του προστάτη μπορεί να είναι φαρμακευτική ή χειρουργική. Ακολούθως, θα αναλύσουμε τι περιλαμβάνει η κάθε μία από τις δύο θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Φαρμακευτική Θεραπεία
- Αποκλειστές α-αδρενεργικών υποδοχέων: τα σκευάσματα αυτά χαλαρώνουν τις λείες μυϊκές ίνες του προστάτη, διευρύνουν την προστατική ουρήθρα και με τον τρόπο αυτό διευκολύνουν την δίοδο των ούρων. Κύριες παρενέργειες που μπορεί να εμφανιστούν μετά τη χορήγηση τους είναι η μείωση της αρτηριακής πίεσης, ο ερεθισμός του ρινικού βλεννογόνου και η ελάττωση ή απουσία του εκσπερματικού υγρού.
Οβελιαία τομή της ανδρικής πυέλου
-
Αναστολείς της 5-α αναγωγάσης: πρόκειται για σκευάσματα που όπως λέει το όνομά τους αναστέλλουν τη δράση του ενζύμου 5-α αναγωγάση. Το ένζυμο αυτό είναι υπεύθυνο για τη μετατροπή της τεστοστερόνης σε διυδροτεστοστερόνη (DHT) μέσα στα κύτταρα του προστάτη, έτσι ώστε να καταστεί λειτουργική. Η τεστοστερόνη είναι η ανδρική ορμόνη, όπως στις γυναίκες αντιστοίχως υπάρχουν τα οιστρογόνα, που εκτός άλλων είναι υπεύθυνη και για τη διόγκωση του προστάτη. Αναστέλλοντας τη μετατροπή αυτή μειώνεται το μέγεθος του προστάτη αλλά συγχρόνως μειώνεται και η τιμή του ειδικού προστατικού αντιγόνου (PSA) έως και 50%, γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά την παρακολούθηση του ασθενή από τον ιατρό του. Ταυτόγχρονα είναι ιδιαίτερα σημαντικό ο ουρολόγος να ενημερώνει τον ίδιο τον ασθενή για τη μείωση αυτή, ώστε να μην γίνεται παρερμηνεία όταν συγκρίνει την τιμή που φέρει, με τα φυσιολογικά όρια που δίνουν τα εργαστήρια.
Κύριες παρενέργειες που ενδέχεται να εμφανιστούν μετά τη χορήγηση των σκευασμάτων αυτών είναι η μείωση της libido, ο ερεθισμός των μαστών και η μείωση του όγκου της εκσπερμάτισης. Το σπέρμα παράγεται στους όρχεις κάθε τρεις μήνες και μεταφέρεται με ειδικά σωληνάρια στις σπερματοδόχους κύστεις που είναι δύο κυστικοί σχηματισμοί όπισθεν της ουροδόχου κύστεως. Εκεί φυλάσσεται κι όταν απαιτηθεί για την εκσπερμάτιση, μεταφέρεται από άλλα σωληνάρια στην προστατική μοίρα της ουρήθρας, ενώνεται με τα προστατικά υγρά που το καθιστούν γόνιμο και αρκετά υδαρό ώστε να εξέλθει μέσω της ουρήθρας. Η μείωση του όγκου της εκσπερμάτισης οφείλεται στο γεγονός ότι τα ανωτέρω σκευάσματα χαλαρώνουν τις μυικές ίνες του προστάτη και διευρύνουν την προστατική μοίρα της ουρήθρας, με αποτέλεσμα τα σωληνάρια που μεταφέρουν το σπέρμα εκεί να μην έχουν την απαιτούμενη δύναμη και να το εγχέουν πίσω, στην ουροδόχο κύστη (παλίνδρομη εκσπερμάτιση). Έτσι στην επόμενη ούρηση εμπεριέχεται και το εκσπερματικό υγρό.
- Αντιχολινεργικά: η τρίτη ομάδα φαρμάκων αφορά τη λειτουργικότητα της ουροδόχου κύστεως. Η κύστη είναι ένα δοχείο φτιαγμένο από μυ που συλλέγει τα ούρα από τα νεφρά. Για να ξεκινήσει η ούρηση, όταν συσσωρευτεί ο απαιτούμενος όγκος, συσπάται και αποβάλλει τα ούρα από τον οργανισμό μέσω της ουρήθρας. Σε ορισμένες περιπτώσεις η κύστη συσπάται με πολύ μικρές ποσότητες ούρων από ότι κανονικά και χωρίς τη θέληση του ασθενή, προκαλώντας επιτακτική ούρηση και συχνουρία (ή νυκτουρία όταν εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της νύκτας). Τα σκευάσματα αυτά μειώνουν τη νεύρωση άρα και τη συσταλτικότητα της κύστεως. Απαιτούν όμως ιδιαίτερη προσοχή γιατί αυτό προκαλεί αύξηση των ούρων που παραμένουν μέσα στην κύστη μετά την ούρηση («υπόλειμμα»), γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο εμφάνισης επίσχεσης ούρων (πλήρης αδυναμία ούρησης). Για το λόγο αυτό αντενδείκνυνται σε ασθενείς με ιδιαίτερα υποκυστικά αποφρακτικά φαινόμενα (π.χ. μεγάλη διόγκωση προστάτη). Οι κύριες παρενέργειες που μπορεί να εμφανιστούν μετά τη χορήγηση αυτών φαρμάκων είναι η ξηροστομία και η δυσκοιλιότητα. Πρόσφατα όμως, παρουσιάστηκε ένα νέο σκεύασμα της ομάδας αυτής που δεν παρουσιάζει τις παραπάνω παρενέργειες.
Χειρουργική Θεραπεία
-
Διουρηθρική προστατεκτομή (κλασική, TURis, Laser)
πρόκειται για την ενδοσκοπική, διουρηθρική, χωρίς χειρουργικές τομές δηλαδή, αφαίρεση του κεντρικού τμήματος του προστάτη. Στην ουσία, μέσω της ουρήθρας εισάγονται ειδικά εργαλεία μέσω των οποίων ο ουρολόγος ανοίγει ένα μεγάλο “κανάλι” στην προστατική ουρήθρα ώστε ο ασθενής να ανακουφιστεί από τα συμπτώματα της δυσουρίας και να ουρεί με ευχέρεια. Η διουρηθρική εκτομή του προστάτη μπορεί να εφαρμοστεί με τρεις τρόπους: με την κλασική (μονοπολική), την εξάχνωση ή TURis (διπολική με φυσιολογικό ορό) και τη laser. Από τις τρεις η εξάχνωση έχει επικρατήσει λόγω των ελάχιστων επιπλοκών που φέρει σε σχέση με τις άλλες δύο (αιμορραγία κατά το χειρουργείο ή δυσουρικά ενοχλήματα το πρώτο διάστημα μετά το χειρουργείο). Η κλασική διουρηθρική εφαρμόζεται σε προστάτες με μέγεθος περίπου 50 cm3, ενώ η TURis (video) και η laser μέχρι περίπου 80 cm3. Αν και πολλοί ουρολόγοι εφαρμόζουν τη διουρηθρική μέθοδο σε μεγαλύτερου προστάτες, καλό θα ήταν σε αυτή την ομάδα των ασθενών να συστήνεται η ανοικτή προστατεκτομή λόγω μεγάλης πιθανότητας υποτροπής και επιστροφής των συμπτωμάτων.
Η μέθοδος δεν απαιτεί γενική αναισθησία, ο ασθενής παραμένει στο νοσοκομείο 2-3 ημέρες και εξέρχεται μετά την αφαίρεση του ουροκαθετήρα (Foley). Επιπλοκές ή συμπτώματα που ενδέχεται να εμφανιστούν μετά από μία διουρηθρική προστατεκτομή είναι: ελαφρά περιοδική αιματουρία, παροδικά δυσουρικά ενοχλήματα (συχνουρία, καύσος κατά την ούρηση, νυκτουρία κ.α.) και μείωση ή απουσία του όγκου της εκσπερμάτισης. Το σπέρμα παράγεται στους όρχεις κάθε τρεις μήνες και μεταφέρεται με ειδικά σωληνάρια στις σπερματοδόχους κύστεις που είναι δύο κυστικοί σχηματισμοί όπισθεν της ουροδόχου κύστεως. Το σπέρμα φυλάσσεται εκεί κι όταν απαιτηθεί για την εκσπερμάτιση, μεταφέρεται από άλλα σωληνάρια στην προστατική μοίρα της ουρήθρας, ενώνεται με τα προστατικά υγρά που το καθιστούν γόνιμο και αρκετά υδαρό ώστε να εξέλθει μέσω της ουρήθρας. Η μείωση του όγκου της εκσπερμάτισης οφείλεται στο γεγονός ότι με τη χειρουργική διεύρυνση της προστατικής μοίρα της ουρήθρας και τα σωληνάρια που μεταφέρουν εκεί δεν έχουν την απαιτούμενη δύναμη με αποτέλεσμα το σπέρμα να επιστρέφει προς τα πίσω και να εγχέεται στην ουροδόχο κύστη (παλίνδρομη εκσπερμάτιση). Έτσι στην επόμενη ούρηση εμπεριέχεται και το εκσπερματικό υγρό. Μετά από μία διουρηθρική προστατεκτομή η στυτική λειτουργία και η αίσθηση κατά τη σεξουαλική επαφή παραμένουν ως είχαν, φυσιολογικά.
-
Ανοικτή προστατεκτομή:
Η ανοικτή προστατεκτομή, με χειρουργική τομή χαμηλά στην κοιλιακή χώρα (υπερηβικά), έχει ένδειξη όταν το μέγεθος του προστάτη είναι άνω των 80cm3. Κυρίως δύο τύποι προσπέλασης έχουν επικρατήσει, η διακυστική κατά την οποία το κεντρικό, υπερτροφικό τμήμα του προστάτη αφαιρείται μέσα από την ουροδόχο κύστη και η Millin στην οποία το ίδιο τμήμα αφαιρείται απ’ έξω, κάνοντας μία τομή στην προστατική κάψα. Και οι δύο τεχνικές έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα και η επιλογή εξαρτάται από την ικανότητα του χειρουργού στην κάθε τεχνική.
Και οι δύο μέθοδοι γίνονται με γενική ή περιοχική αναισθησία, ο ασθενής παραμένει στο νοσοκομείο 5-7 ημέρες και εξέρχεται μετά την αφαίρεση του καθετήρα Foley. Τα συμπτώματα που ενδέχεται να εμφανιστούν μετά από μία ανοικτή προστατεκτομή είναι παροδικά και παρέρχονται το πολύ μετά από 1-2 μήνες. Συνήθως αφορούν: περιοδική αιματουρία, ήπια δυσουρικά ενοχλήματα (συχνουρία, καύσος κατά την ούρηση, νυκτουρία κ.α.), ελαφρά έπειξη για ούρηση ως ακράτεια ούρων και μείωση ή απουσία του εκσπερματικού υγρού.
Τέλος είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονίσουμε ότι μετά από μία προστατεκτομή (ανοικτή ή διουρηθρική) για τη θεραπεία της καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη, θα πρέπει οι ασθενείς να ζητούν το πόρισμα της ιστολογικής εξέτασης του χειρουργικού παρασκευάσματος, καθώς υπάρχει πιθανότητα για τυχαία ανεύρεση προστατικού καρκίνου που δεν ήταν δυνατόν να διαγνωσθεί με καμία μέθοδο προ χειρουργείου. Επίσης, ο ουρολόγος θα πρέπει να ενημερώνει τον ασθενή και το οικογενειακό του περιβάλλον ότι ο ετήσιος αιματολογικός έλεγχος της τιμής του PSA είναι απαραίτητο να συνεχίζεται μετά το χειρουργείο (ανοικτή ή διουρηθρική προστατεκτομή) γιατί οι ασθενείς αυτοί φέρουν τα ίδια ποσοστά πιθανότητας εμφάνισης καρκίνου του προστάτη με τον υπόλοιπο πληθυσμό, αυτούς δηλαδή που δεν είχαν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση.